- ἄπιμεν
- ἄπειμι 2ibopres ind act 1st pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επικράτεια — η (AM ἐπικράτεια) [επικρατής] εδαφική έκταση στην οποία ασκείται η εξουσία μιας πολιτείας ή ενός άρχοντα («ἄπιμεν... ἐκ τῆς τούτων ἐπικρατείας», Ξεν.) νεοελλ. «Συμβούλιο τής Επικρατείας» ανώτατο δικαστήριο για διοικητικές διαφορές, που αποτελεί… … Dictionary of Greek
υποκνίζω — ΜΑ μτφ. διεγείρω, ερεθίζω λίγο («ἑτέροις ἑτέρων ἔρως ὑπέκνισε φρένας», Πίνδ.) αρχ. 1. ξύνω λίγο 2. αισθάνομαι κρυφό γαργάλημα, κρυφό ερεθισμό («ἡμεῑς δὲ ἤδη ὧν ἐθεασάμεθα, ἐπιθυμοῡμεν ἅψασθαι, καὶ ἄπιμεν ὑποκνιζόμενοι, καὶ ἀπελθόντες ποθήσομεν»,… … Dictionary of Greek